γνωμιάζω

γνωμιάζω
αμετ.
1) приходить в ярость, гнев; 2) обрести, иметь своё мнение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γνωμιάζω" в других словарях:

  • γνωμιάζω — και εγνωμιάζω (Μ γνωμιάζω και ἐγνωμιάζω) [γνώμη] υπολογίζω, λογαριάζω νεοελλ. 1. έχω στον νου μου, σκοπεύω να... 2. οργίζομαι, πεισμώνω …   Dictionary of Greek

  • αγνώμιαστος — η, ο [γνωμιάζω] 1. αυτός που δεν προβάλλει τη γνώμη του 2. αυτός που δεν επιμένει στις δικές του γνώμες 3. ο πράος …   Dictionary of Greek

  • γνωμίζω — [γνώμη] 1. γνωμιάζω 2. σχηματίζω γνώμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»